ἀστραγάλειος

Revision as of 15:51, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[γᾰ], α, ον,    A covering the ankles, = Lat. talaris, χιτών Aq.Ge.37.3.

German (Pape)

[Seite 376] aus Knöcheln gemacht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστραγάλειος: χιτών, ὁ, εἶδος μακροῦ ποδήρους χιτῶνος καταβαίνοντος μέχρι τῶν ἀστραγάλων, Λατ. tunica talaris· χιτῶνα ἀστραγάλειον Ἀκύλ. Π. Δ. (Γέν. 37. 3).

Spanish (DGE)

-α, -ον que cubre hasta los tobillos χιτών Aq.Ge.37.3.

Greek Monolingual

ἀστραγάλειος, -ον (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον αστράγαλο («χιτὼν ἀστραγάλειος»).