ἐπάλμενος

Revision as of 18:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. ἐφάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάλμενος: ἴδε ῥῆμα ἐφάλλομαι.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.

English (Autenrieth)

see ἐφάλλομαι.

Greek Monotonic

ἐπάλμενος: μτχ. Επικ. αορ. βʹ του ἐφάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάλμενος: ион. part. aor. к ἐφάλλομαι.