Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
Full diacritics: ἐπίελπτος | Medium diacritics: ἐπίελπτος | Low diacritics: επίελπτος | Capitals: ΕΠΙΕΛΠΤΟΣ |
Transliteration A: epíelptos | Transliteration B: epielptos | Transliteration C: epielptos | Beta Code: e)pi/elptos |
ον, A to be hoped or expected, Archil.74.5, Opp.H.4.311.
ἐπίελπτος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἐλπίζῃ ἢ νὰ περιμένῃ, ἐλπιστός, Ἀρχίλ. 69, Ὀππ. Ἁλ. 4. 311.
ἐπίελπτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ελπίζει.