ἑκηβολία

Revision as of 22:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ep. ἑκηβολίη, ἡ,    A skill in archery, Il.5.54 (pl.) : later in sg., Call. Ap.99,Str.8.3.33, AP6.26 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 759] ἡ, die Kunst, weit zu schießen u. zu treffen, Il. 5, 54, im plur., u. Sp., wie Strab. VIII, 357 u. Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκηβολία: ἡ, τὸ ἑκηβολεῖν, οὐδὲ ἑκηβολίαι Ἰλ. Ε. 54, Ἀνθ. Π. 6. 26· «ἑκηβολίαι· προέσεις τῶν βελῶν, μακροβολίαι» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
l’art de lancer de loin ou au loin.
Étymologie: ἑκηβόλος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Call.Ap.99, Nonn.D.29.81
disparo desde lejos o disparo certero con el arco Il.5.54, ἑ. ... χρυσέων τόξων Call.l.c., αἱ ... ξυναὶ ... ἑκαβολίαι Call.Lau.Pall.112, σκολιαὶ ... ἑκηβολίαι AP 7.29 (Antip.Sid.), cf. Str.8.3.33, (θεός) ταῖς ἑκηβολίαις ἀπολεῖ τοὺς δυσμενεῖς Ph.2.127, ἴαλλε σφῇσιν ἑκηβολίῃσιν Q.S.11.442, φονίη ἑ. Nonn.l.c., cf. D.37.746, Sopat.Rh.ad Hermog.4.p.765, AP 6.26 (Iul.Aegypt.), 6.75 (Paul.Sil.), δολιχὴ ... ἑ. AP 16.173 (Iul.Aegypt.).

Greek Monolingual

ἑκηβολία, η (Α)
η τέχνη ή ικανότητα να ρίχνει εύστοχα κανείς (τόξο κ.λπ.) από μακριά.

Greek Monotonic

ἑκηβολία: ἡ, η ικανότητα, η τέχνη της τοξευτικής, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκηβολία: ἡ преимущ. pl. искусство дальней или меткой стрельбы Hom., Anth.

Middle Liddell


skill in archery, Il. [from ἑκηβόλος