ἡμιρρόπως

Revision as of 23:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.    A half turning the scale, i.e. lightly, gently, opp. ἀθρόως, Hp.Epid.2.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιρρόπως: ἐπίρρ., ἡμισεία ῥοπῇ, κλίσει, δηλ. μετρίως, ἐλαφρῶς, ἡσύχως, ἀντίθ. ἀθρόως, Ἱππ.

Greek Monolingual

ἡμιρρόπως (Α)
επίρρ.
1. με μισή κλίση
2. μέτρια, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίρροπος ή ημι- + -ρρο-πως (< -ρροπος < ροπή)].