ἰαμβίζω

Revision as of 23:18, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A assail in iambics, lampoon, τινα Gorg. ap. Ath.11.505d, Arist.Po.1448b32, D.H.7.72.    II abs., talk in iambic verse, Luc.JTr.33(s.v.l.).    2 etym. of θρίαμβος, Corn.ND30.

German (Pape)

[Seite 1233] Jamben schreiben, in Jamben reden, d. h. schmähen; ἀλλήλους Arist. poet. 4; καὶ κατασκώπτειν D. Hal. 7, 72; Ath. XI, 505 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβίζω: ἐπιτίθεμαι κατά τινος δι’ ἰάμβων, σατυρίζω, λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Γοργ. παρ’ Ἀθην. 505D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 10, Διον. Ἁλ. 7. 72.

French (Bailly abrégé)

poursuivre de vers iambiques, càd de railleries, de satires, acc..
Étymologie: ἴαμβος.

Greek Monolingual

ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) ίαμβος
επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.)
αρχ.
μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ἰαμβίζω: επιτίθεμαι σε κάποιον με ιάμβους, σατυρίζω, λοιδορώ, κακολογώ, τινά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἰαμβίζω: преследовать ямбическими стихами, осмеивать в ямбах (ἀλλήλους Arst.).

Middle Liddell

ἰαμβίζω,
to assail in iambics, to lampoon, Arist.