ἰχνοσκοπία
English (LSJ)
ἡ, A looking at the tracks, Plu.2.917f.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνοσκοπία: ἡ, τὸ ἰχνοσκοτεῖν, Πλούτ. 2. 917F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d’observer ou de suivre la trace.
Étymologie: ἰχνοσκοπέω.
Greek Monolingual
ἰχνοσκοπία, ἡ (Α) ιχνοσκοπώ
το να ανιχνεύει κάποιος, το να αναζητά κάποιος ίχνη.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνοσκοπία: ἡ pl. выслеживание (дичи) Plut.