ἰχνοσκοπία

Revision as of 23:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A looking at the tracks, Plu.2.917f.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνοσκοπία: ἡ, τὸ ἰχνοσκοτεῖν, Πλούτ. 2. 917F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’observer ou de suivre la trace.
Étymologie: ἰχνοσκοπέω.

Greek Monolingual

ἰχνοσκοπία, ἡ (Α) ιχνοσκοπώ
το να ανιχνεύει κάποιος, το να αναζητά κάποιος ίχνη.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνοσκοπία: ἡ pl. выслеживание (дичи) Plut.