ὀβριμόγυιος

Revision as of 23:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A strong-limbed, Opp.H.5.316, Orph.Fr.168.23.

German (Pape)

[Seite 289] starkgliederig, vom Wallfisch, Opp. Hal. 1, 169. 5, 316.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβρῐμόγυιος: -ον, ὁ ἔχων μέλη ἰσχυρά, Ὀππ. Ἁλιευτ. 5. 316.

Greek Monolingual

ὀβριμόγυιος, -ον (Α)
(για κήτος) αυτός που έχει ισχυρά μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. μονό-γυιος].