ὀδαξητικός

Revision as of 23:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A causing to itch, Poll.2.110.

German (Pape)

[Seite 291] dasselbe, richtigere Lesart Poll. 2, 110 bei Bekker.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδαξητικός: -ή, -όν, προξενῶν κνησμόν, «φαγοῦραν», Πολυδ. Β, 110.

Greek Monolingual

ὀδαξητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κνησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -ητικός (πρβλ. κιν-ητικός)].