ὑλάζομαι
English (LSJ)
[ῡ], A fetch or carry wood, IG22.1035.38,59, 1177.19, Poll. 7.109, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1176] holzen, Holz machen od. holen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλάζομαι: [ῡ], ἀποθετ., ξυλίζομαι, συνάγω ἢ συλλέγω ξύλα Πολυδ. Ζ΄, 109· «ὑλάσασθαι· ξύλα συναγαγεῖν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α ὕλη
(αποθ.) συγκεντρώνω ή μεταφέρω ξύλα.