ῥιζοφάγος

Revision as of 09:39, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(parox.), ον,    A eating roots, Arist.HA595a16, PA662b14; οἱ Ῥ. Root-eaters, name of an Ethiopian tribe in D.S.3.23, Str.16.4.9.

German (Pape)

[Seite 843] Wurzeln essend; Arist. H. A. 8, 6 part. an. 3, 1; D. Sic. 3, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ῥίζας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 2, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 17· οἱ Ῥιζοφάγοι, ὄνομα Αἰθιοπικῆς τινος φυλῆς παρὰ Διόδ. 3. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de racines.
Étymologie: ῥίζα, φαγεῖν.

Greek Monolingual

ο / ῥιζοφάγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρώει ρίζες
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ριζοφάγος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που ζουν μέσα σε στοές στον φλοιό τών δέντρων

Greek Monotonic

ῥιζοφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει ρίζες, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ῥιζοφάγος: (ᾰ) корнеядный, объедающий корни (ζῷα Arst.).

Middle Liddell

ῥιζο-φά˘γος, ον, φαγεῖν
eating roots, Arist.