ἀμφικνέφαλλος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A with cushions at both ends, v. ἀμφικέφαλος ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικνέφαλλος: ἢ ἀμφικνέφαλος, ον, ἐπὶ κλίνης ἐχούσης προσκεφάλαια ἑκατέρωθεν, πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀμφικέφαλος ΙΙ.
Spanish (DGE)
ἀμφικνέφαλος v. ἀμφικέφαλος.