Γοργονώδης
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
ες, A Gorgon-like, Sch.E.Ph.146.
Greek (Liddell-Scott)
Γοργονώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῇ Γοργόνι, Σχόλ. Εὐρ. Φοιν. 146.
Spanish (DGE)
-ες semejante a la Gorgona Sch.E.Ph.146.