βαθύπλευρος
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ον, A deep-flanked, Gp.17.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύπλευρος: -ον, ὁ ἔχων βαθείας πλευράς, βόες Γεωπ. 17. 2, 1.
Spanish (DGE)
-ον de amplios flancos de terneras selectas Gp.17.2.1.