βαναυσουργία

Revision as of 20:12, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ἡ, A handicraft, Plu.Marc.14.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, ein Handwerk, Plut. Marc. 14.

Greek (Liddell-Scott)

βαναυσουργία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ βαναύσου, Πλούτ. Μαρκέλλ. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
travail manuel.
Étymologie: βάναυσος, ἔργον.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
trabajo manual φορτικῆς βαναυσουργίας δεομένοι Plu.Marc.14, Poll.7.6.

Greek Monolingual

βαναυσουργία, η (Α) βαναυσουργός
η χειρωνακτική εργασία.

Greek Monotonic

βαναυσουργία: ἡ (*ἔργω), χειρωνακτικό έργο, χειρωνακτική τέχνη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰναυσουργία: ἡ ручной труд, ремесло Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαναυσουργία -ας, ἡ βάναυσος, ἔργον handwerk.

Middle Liddell

[*ἔργω
handicraft, Plut.