γαλακτοπώλης

Revision as of 20:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ου, ὁ, A milkseller, Gloss.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de leche, lechero, Gloss.2.261.

Greek Monolingual

ο (Μ γαλακτοπώλης)
εκείνος που πουλάει ή διανέμει στα σπίτια το γάλα και τα προϊόντα του.