γνωστέον

Revision as of 21:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

A one must know, Pl.R.396a. Adj. γνωστέα, τά, things that must be known, Gal.17(2).1.

Greek (Liddell-Scott)

γνωστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ γνωρίσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 396Α.

Spanish (DGE)

hay que conocer Pl.R.396a, Plot.5.1.1.

Greek Monotonic

γνωστέον: ρημ. επίθ. του γιγνώσκω, πρέπει κανείς να γνωρίσει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

γνωστέον: adj. verb. к γιγνώσκω.