γνωστέον
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
one must know, Pl.R. 396a. Adj. γνωστέα, τά, things that must be known, Gal.17(2).1.
Spanish (DGE)
hay que conocer Pl.R.396a, Plot.5.1.1.
Russian (Dvoretsky)
γνωστέον: adj. verb. к γιγνώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
γνωστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ γνωρίσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 396Α.
Greek Monotonic
γνωστέον: ρημ. επίθ. του γιγνώσκω, πρέπει κανείς να γνωρίσει, σε Πλάτ.