δαιδαλεύτρια

Revision as of 21:18, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ἡ, A skilful workwoman, Lyc.578.

German (Pape)

[Seite 513] ἡ, Künstlerin, Bereiterin, χιλοῖο Lycophr. 578.

Greek (Liddell-Scott)

δαιδαλεύτρια: ἡ, ἐμπείρως ἐργαζομένη γυνή, Λυκόφρ. 578.

Spanish (DGE)

(δαιδᾰλεύτρια) -ας, ἡ
trabajo artístico, artesanía c. gen. μυληφάτου χιλοῖο Lyc.578.

Greek Monolingual

δαιδαλεύτρια, η (Α) δαιδαλεύομαι
γυναίκα έμπειρη, εξασκημένη στην εργασία.