δαιδαλεύτρια

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιδαλεύτρια Medium diacritics: δαιδαλεύτρια Low diacritics: δαιδαλεύτρια Capitals: ΔΑΙΔΑΛΕΥΤΡΙΑ
Transliteration A: daidaleútria Transliteration B: daidaleutria Transliteration C: daidaleytria Beta Code: daidaleu/tria

English (LSJ)

ἡ, skilful workwoman, Lyc.578.

Spanish (DGE)

(δαιδᾰλεύτρια) -ας, ἡ
trabajo artístico, artesanía c. gen. μυληφάτου χιλοῖο Lyc.578.

German (Pape)

[Seite 513] ἡ, Künstlerin, Bereiterin, χιλοῖο Lycophr. 578.

Greek (Liddell-Scott)

δαιδαλεύτρια: ἡ, ἐμπείρως ἐργαζομένη γυνή, Λυκόφρ. 578.

Greek Monolingual

δαιδαλεύτρια, η (Α) δαιδαλεύομαι
γυναίκα έμπειρη, εξασκημένη στην εργασία.