δασύτης

Revision as of 21:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ητος, ἡ, A roughness, hairiness, opp. ψιλότης, Arist.HA 499a11; γῆς Corn.ND27: in pl., D.S.3.35. II in pronunciation, aspiration, opp. ψιλότης, Arist.Po.1456b32, Plb.10.47.10, Phld.Po. Herc.994.33, D.H.Comp.14.

German (Pape)

[Seite 524] ητος, ἡ, 1) das Behaartsein, Arist. physiogn. 6; plur., D. Sic. 3, 35. – 2) die Aspiration der Buchstaben, Pol. 10, 47; Dion. Hal. C. V. p. 174, Ggstz ψιλότης; vgl. Ath. IX, 397 f.

Greek (Liddell-Scott)

δασύτης: -ητος, ἡ, τραχύτης, τὸ ἔχειν τρίχας, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 7· κατὰ πληθ., Διόδ. 3. 35 ΙΙ. τραχύτης, δασύτης ἐν τῇ προφορᾷ γραμμάτων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ψιλότης, Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 47, 10.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
I 1vellosidad, pelaje ref. a anim., a su cola op. ψιλότης Arist.HA 499a11, a la piel de los conejos, D.Chr.35.12, a esfinges, D.S.3.35
ref. a pers. ἡ δὲ δ. ἡ περὶ τὴν κοιλίαν λαλιὰν σημαίνει Arist.Phgn.806b18, a Esaú, I.AI 1.270, τοῦ Ἡρακλέους τὴν πυγὴν μέλαιναν ἐκ τῆς τῶν τριχῶν δασύτητος Ps.Nonn.Comm.in Or.4.39.
2 frondosidad τῆς γῆς Corn.ND 27, de un bosque, fig. ref. a la filosofía, Gr.Thaum.Pan.Or.14.52.
II gram. aspiración de un fonema, op. ψιλότης Arist.Po.1456b32, Plb.10.47.10, D.H.Comp.14.23, Plu.2.1009e, Sch.Er.Il.13.543a
aspereza del sonido de ξ, ζ, σ y ρ Phld.Po.A 33.6, de la pronunciación del gr., c. gen. subjet. Σύρων Soz.HE 8.10.1, Callinic.Mon.V.Hyp.praef.6.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύτης: ητος ἡ
1) волосатость, косматость (σώματος Arst.; pl. sc. τῶν θηρίων Diod.);
2) грам. густое придыхание, придыхательность (τὰ στοιχεῖα διαφέρει δασύτητι καὶ ψιλότητι Arst.; δασύτητας συσσῴζειν Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύτης -ητος, ἡ [δασύς] aspiratie (van klinker).