Ιταλιώτης

From LSJ
Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Greek Monolingual

Ἰταλιώτης, ὁ (Α)
Έλληνας κάτοικος της Ιταλίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἰταλία + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Αιγυπτ-ιώτης, Σιχελ-ιώτης)].