Μυρσίλος
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek (Liddell-Scott)
Μυρσίλος: -ου, ὁ, Ἑλληνικὸν ὄνομα τοῦ Κανδαύλου βασιλέως τῆς Λυδίας, Κανδαύλης, τὸν οἱ Ἕλληνες Μυρσίλον οὐνομάζουσι, τύραννος Σαρδίων Ἡρόδ. 1, 7: -Μυρσιλῇον, Αἰολ. ἀντὶ -εῖον, τό, τὸ ἱερὸν αὐτοῦ, Ἀλκαῖ. 91 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Seidler).
Greek Monolingual
Μυρσίλος, ὁ (Α)
ελληνικό όνομα του Κανδαύλη, βασιλιά της Λυδίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ βλ. λ. μύρτος.
Russian (Dvoretsky)
Μυρσίλος: ὁ Мирсил
1) греч. имя Кандавла, правителя Сард Her.;
2) тиранн Митилены, противник Алкея Plut.