Τυρινή

From LSJ
Revision as of 21:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Greek Monolingual

η, ΝΜ
(ενν. εβδομάδα) η Τυροφάγος («τὸ σάββατον τῆς Τυρινῆς», Άνν. Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. επιθέτου τυρ-ινός < Τυρός + κατάλ. -ινός (πρβλ. βοδ-ινός)].