Κρονιών
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Κρονιών, -ώνος, ὁ (Α)
ονομασία μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κρόνος + κατάλ. -ιών, δηλωτική ονομασιών μηνών (πρβλ. Ελευθερ-ιών, Εππ-ιών)].