μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
-η, -ο1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα, κοκκινόχρωμος, κοκκινωπός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. al «κόκκινος» + παραγ. κατάλ. -ικος].