άλικος

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος
2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα, κοκκινόχρωμος, κοκκινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. al «κόκκινος» + παραγ. κατάλ. -ικος].