άζωστος

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄζωστος, -ον)
αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος
αρχ.
ο μη οπλισμένος, άοπλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. του ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)].