Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
-η, -ο (AM ἄτροφος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
(για γυναίκα) στείρα, άγονη
αρχ.
1. ο ατροφικός
2. ο μη θρεπτικός
3. (για γάλα) που δεν πήζει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -τροφος < τρέφω.