Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ἔπογκος, -ον (Α)
έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + όγκος (< εν-εγκ-είν), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα (ογκ-) του θ. εγκ-].