έπογκος

From LSJ
Revision as of 22:03, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ἔπογκος, -ον (Α)
έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + όγκος (< εν-εγκ-είν), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα (ογκ-) του θ. εγκ-].