Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έντερο

From LSJ
Revision as of 22:03, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

και άντερο, το (AM ἔντερον)
το σωληνοειδές τμήμα του πεπτικού συστήματος από τον στόμαχο ώς τον πρωκτό
αρχ.-μσν.
φρ. «ἔντερα γῆς»
α) τα σκουλήκια
β) άνθρωποι χαμερπείς και τιποτένιοι
αρχ.
1. χορδή τόξου κατασκευασμένη από έντερο
2. μήτρα, κοιλιά
3. το εσωτερικό τών καρπών
4. φρ. «ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ» — με ολιγοφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λέξη, που από την Αρχαία δήλωνε τα εντόσθια, ταυτίζεται μορφολογικά και σημασιολογικά με αρμεν. ∂nderk', -ac, αρχ. ισλ. i∂ar. Η πρωταρχική γενική σημ. «εσωτερικός» απαντά στα αρχ. ινδ. antara-, αβεστ. antara-, λατ. interior καθώς και στα επίρρ. αρχ. ινδ. antar, λατ. inter. Ο τ. ανάγεται σε ΙE en (βλ. εν) και εμφανίζει το επίθημα του συγκριτικού βαθμού -tero-].