ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
-η, -ο (AM ἄηχος, -ον)
ο δίχως ήχο, αυτός που δεν παράγει ήχο ή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ἧχος.
ΠΑΡ. αηχία]·