σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ἴλυμα, τὸ (Α)καθίζημα, κατακάθι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. ἰλύς και λύμα].