ίτηλος
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
ἴτηλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἔμμονος, ούκ ἐξίτηλος» — ανεξίτηλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λ. που σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από τη λ. ἐξίτηλος].