ήτριον

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, το (Α)
1. (για την υφαντική) το στημόνι
2. συνεκδ. ύφασμα
3. φρ. «ἤτρια βύβλων» — λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ήτρ-ιον (πρβλ. ηρ-ίον, κηρ-ίον). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό στο συνθ. επήτρ-ιμος].