στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ἀγλαοφῶτις (-ιδος), η (Α)
φυτό που ταυτίζεται με είδος του γένους Παιωνία η φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + φῶς].