αγάλακτος

Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αγάλατος, -η, -ο (Α ἀγάλακτος, -ον και ἀγάλαξ, ο, η)
αυτός που δεν παρέχει γάλα
νεοελλ.
(για βρέφη) αυτός που δεν θήλασε
αρχ.
αυτός που αποκόπηκε από τον θηλασμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + γάλα.