και αγάλατος, -η, -ο (Α ἀγάλακτος, -ον και ἀγάλαξ, ο, η)αυτός που δεν παρέχει γάλανεοελλ.(για βρέφη) αυτός που δεν θήλασεαρχ.αυτός που αποκόπηκε από τον θηλασμό.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + γάλα.