ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
και -ίζω1. παρατηρώ από μακριά, αγναντεύω2. βλέπω κάτι απέναντι μου, αντικρίζω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγνάντια].