αγναντιάζω

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

και -ίζω
1. παρατηρώ από μακριά, αγναντεύω
2. βλέπω κάτι απέναντι μου, αντικρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγνάντια].