λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
-η, -ο
αυτός που γεννά πρόωρα, ο πρώιμος (το επίθ. κυρίως για την κότα που γεννά αβγά με κέλυφος όχι συμπαγές αλλά μαλακό).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγουρο- + γεννώ.
ΠΑΡ. αγουρογεννώ].