αδρόσφαιρος
Greek Monolingual
ἁδρόσφαιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδρές, μεγάλες σφαίρες, χοντρούς θρόμβους. (Αναφέρεται για το μαλάβαθρον, φύλλο του είδους Cinnamomon Tamala ή albiflorum του γένους Κιννάμωμο].
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδρὸς + σφαίρα].
ἁδρόσφαιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδρές, μεγάλες σφαίρες, χοντρούς θρόμβους. (Αναφέρεται για το μαλάβαθρον, φύλλο του είδους Cinnamomon Tamala ή albiflorum του γένους Κιννάμωμο].
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδρὸς + σφαίρα].