αδελφικά

From LSJ
Revision as of 22:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382

Greek Monolingual

και αδερφικά
επίρρ. όπως ταιριάζει σε αδέλφια, ως αδέλφια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφικός.
ΣΥΝΘ. ἀδελφικοασπάζομαι].