ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
(-έω)μετατρέπω στερεά ή υγρά καύσιμα σε αέρια καύσιμα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + ποιώαπόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeifier.ΠΑΡ. αεριοποίηση, αεριοποιητικός].