Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
-η, -ο θεόφοβος
1. αυτός που δεν φοβάται τον θεό ή τη θεία δίκη, ασεβής
2. άδικος, ασυνείδητος, φαύλος, αλιτήριος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + θεόφοβος.
ΠΑΡ. αθεοφοβία].