τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
-η, -ο θεόφοβος
1. αυτός που δεν φοβάται τον θεό ή τη θεία δίκη, ασεβής
2. άδικος, ασυνείδητος, φαύλος, αλιτήριος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + θεόφοβος.
ΠΑΡ. αθεοφοβία].