χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
-η, -ο θεόφοβος
1. αυτός που δεν φοβάται τον θεό ή τη θεία δίκη, ασεβής
2. άδικος, ασυνείδητος, φαύλος, αλιτήριος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + θεόφοβος.
ΠΑΡ. αθεοφοβία].