ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
-η, -ο
1. αυτός που θερμαίνεται με ζεστό αέρα
2. το ουδ. ως ουσ. το αερόθερμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αήρ, -έρος + θερμός, πρβλ. γαλλ. aerotherme].