αερόθερμος

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που θερμαίνεται με ζεστό αέρα
2. το ουδ. ως ουσ. το αερόθερμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αήρ, -έρος + θερμός, πρβλ. γαλλ. aerotherme].