αιγίλιψ

From LSJ
Revision as of 22:44, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

αἰγίλιψ (-ιπος), ο, η (Α)
τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύνθετη λ. από αἰγι- (< αἴξ, αἰγὸς) και -λιψ. Το β' συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι» — πρβλ. λ.χ. λιθ., lipti «σκαρφαλώνω», ελλην. «-λιψ πέτρα» Ησύχ., όπου ἄλιψ κυριολεκτικά σημαίνει τον «αναρρίχητο, που δεν μπορεί κανείς να ανεβεί επάνω»].