Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
αἰολόδακρυς (-υ) (Α)αυτός που έχει στα μάτια του λαμπερά δάκρυα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + δάκρυ].