ακινητικός

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με τη μείωση ή την αναστολή της κινητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < α- + κινητικός, πρβλ. αγγλ. acinetic].