ακραίχμιο

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

το
το άκρο της αιχμής του αλεξικέραυνου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. πλάστηκε από ακρο- (Ι) + -αίχμιο < αιχμή].